- χέζοντας
- χέζωease oneselfpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χέζω — έχεσα, χέστηκα, χεσμένος 1. αποπατώ, κάνω την ανάγκη μου. 2. λερώνω κάτι χέζοντας: Έχεσε το βρακί του. 3. βρίζω, περιφρονώ: Τον έχεσα κι έφυγα. 4. το μέσο, χέζομαι λερώνομαι χέζοντας. 5. φοβάμαι πολύ, τα κάνω πάνω μου από φόβο: Χέστηκε μόλις είδε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)